Πασιφάης

Πασιφάης
Πασιφάη
fem gen sg (attic epic ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • πασιφαής — shining on all masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πασιφαής — ές, θηλ. και πασιφάεσσα, Α 1. αυτός που λάμπει σε όλους 2. ορατός σε όλους. [ΕΤΥΜΟΛ. < δοτ. πληθ. πᾶσι τού πᾶς + φαής (< φᾶος «φως»)] …   Dictionary of Greek

  • Φαίδρα — Ηρωίδα της ελληνικής μυθολογίας, κόρη του Μίνωα και της Πασιφάης. Κατά τον γνωστότερο μύθο, που χρησιμοποίησε ο Ευριπίδης σε δύο τραγωδίες του (τον χαμένο Ιππόλυτο καλυπτόμενο και τον Ιππόλυτο στεφανηφόρο), η Φ., γυναίκα του βασιλιά της Αθήνας… …   Dictionary of Greek

  • Andreas Embirikos — ( el. Ανδρέας Εμπειρίκος) (Brăila, 1901 ndash; Athens, 1975) was a Greek surrealist poet and the first Greek psychoanalyst.LifeEmbirikos came from a wealthy family as his father was an important ship owner. He was born in Brăila, Romania, but his …   Wikipedia

  • Andreas Embirikos — Andréas Embiríkos Andréas Embiríkos (1901 1975) est un poète et prosateur grec, également photographe et psychanalyste. Né à Braila en Roumanie en 1901 et venu en Grèce l’année suivante, il a suivi des études de philosophie et de littérature… …   Wikipédia en Français

  • Andréas Embiríkos — (1901 1975) est un poète et prosateur grec, également photographe et psychanalyste. Né à Brăila en Roumanie en 1901 et venu en Grèce l’année suivante, il a suivi des études de philosophie et de littérature anglaise à l’Université d’Athènes et au… …   Wikipédia en Français

  • Αιήτης — Μυθολογικό πρόσωπο. Γιος του Ήλιου και της Ωκεανίδας Περσηίδας, αδελφός της Κίρκης, της Πασιφάης και του Πέρση, βασιλιά της Κολχίδος. Σύμφωνα με ορισμένη παράδοση (Απολλώνιος Ρόδιος), ο Α. νυμφεύτηκε την Ωκεανίδα Ειδυίαν από την οποία απέκτησε… …   Dictionary of Greek

  • γλαυκός — I Ονομασία διαφόρων ποταμών της αρχαιότητας. 1. Ποταμός της Αχαΐας, που πήγαζε από τις πλαγιές του Παναχαϊκού και εξέρεε στα νότια της Πάτρας. Ταυτίζεται με τον ομώνυμο σημερινό ποταμό, τον γνωστό και με την ονομασία Λέκας. 2. Μικρός ποταμός της… …   Dictionary of Greek

  • γλαύκος — I Ονομασία διαφόρων ποταμών της αρχαιότητας. 1. Ποταμός της Αχαΐας, που πήγαζε από τις πλαγιές του Παναχαϊκού και εξέρεε στα νότια της Πάτρας. Ταυτίζεται με τον ομώνυμο σημερινό ποταμό, τον γνωστό και με την ονομασία Λέκας. 2. Μικρός ποταμός της… …   Dictionary of Greek

  • δαίδαλος — I Μυθολογικό πρόσωπο. Ήρωας της ελληνικής μυθολογίας, δισέγγονος του βασιλιά της Αθήνας Ερεχθέα. Περίφημος τεχνίτης (το όνομά του προέρχεται από το ρήμα δαιδάλλω, που σημαίνει εργάζομαι με τέχνη), κατασκεύασε σπουδαία αρχιτεκτονικά και γλυπτά… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”